- ἀλεξίλογος
- ἀλεξί-λογος, ον,A promoting or supporting discourse, γράμματα dub. in Critias 2.10, cf. AB382.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλεξίλογος — ἀλεξίλογος, ον (AM) 1. αυτός που βοηθά τον λόγο, που ευκολύνει την ομιλία 2. κατά τον Ευστάθιο, αυτός που εμποδίζει κάποιον να λέει πολλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλεξι * (< ἀλέξω) + λύπη] … Dictionary of Greek
ἀλεξίλογον — ἀλεξίλογος promoting masc/fem acc sg ἀλεξίλογος promoting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξίλογα — ἀλεξίλογος promoting neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλεξι- — Γλωσσ. α συνθετικό ονομάτων τής Αρχαίας και τής Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με το ρ. ἀλέξω «προστατεύω, αποκρούω, υπερασπίζω», ανήκει δε στην κατηγορία τών αρχαίων συνθέτων με ρηματικό α συνθετικό σε (σ)ι… … Dictionary of Greek
-λογος — (AM λογος) β συνθετικό πολλών προπαροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, στα οποία ο λόγος, με τη σημασία τής ομιλίας, επέχει θέση αντικειμένου τού α συνθετικού, που είναι ρήμα (φιλόλογος «φιλώ τον λόγο», δωσίλογος… … Dictionary of Greek